Το βουνό της σιωπής - Βαγγέλης Κούτας

ο Βαγγέλης Κούτας, κατέχει το δώρο της αφήγησης, που με πολλή δουλειά για πολλά χρόνια μπόρεσε να το εξελίξει. Γιατί διηγείται αριστοτεχνικά ένα θέμα που γνωρίζει καλά και που αφορούν πολλούς από εμάς

Ένα απολαυστικό και βαθιά προσωπικό μυθιστόρημα, γραμμένο με σβελτάδα και πάθος.

Ένα μυθιστόρημα εκφραστικό , καθηλωτικό.

Ένα άρτιο δείγμα μυθοπλαστικής αυτοβιογραφίας, ένα από τα καλύτερα του είδους.


Ένας νέος, ο Ζώης, από ένα χωριό της Ηπείρου, ένα ψαθοχώρι στους βάλτους του Αμβρακικού, φεύγει το 1968, για την Αθήνα, αφήνοντας πίσω του τη μιζέρια, δυο σκυθρωπούς γονείς, ρυτιδιασμένα και γέρικα πρόσωπα,των κατοίκων του γκρίζου χωριού ,από τα τριάντα τους χρόνια, που η επιβίωσή τους ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με τον καιρό. Φεύγει δεκαπέντε χρονών ,αφού τελείωσε τα τρία γυμνασιακά του χρόνια στην πρωτεύουσα του νομού και μεταγράφηκε στο νυχτερινό γυμνάσιο Καλλιθέας, κάνοντας το πρώτο βήμα για να ζήσει όσα σχεδίαζε και να πάρει τη ζωή του στα χέρια.

Η ζωή όμως άλλα σχεδίαζε…

Ποια όμως ήταν η αρχή των δεινών του; Η υγρή ατμόσφαιρα και ο σάπιος αέρας με τις αναθυμιάσεις που εκτόξευαν οι βουρκότρυπες γύρω από το χωριό με τους βάλτους και τα δυσώδη έλη; Ή, μήπως, ήταν οι παρδαλές μύγες που ρουφούσαν το αίμα από τη μέρα της γέννησής του και τα μυριάδες θανατηφόρα κουνούπια που αρρώσταιναν τους ντόπιους κατοίκους;

Οι πρώτες μέρες δεν ήταν ανώδυνες.Το πρωί κακοπληρωμένες δουλειές, το βράδυ από τις επτά έως τις έντεκα στο νυχτερινό γυμνάσιο. Έπρεπε να αντισταθεί στην εντατική εντεκάωρη καταπόνηση, στη σωματική και ψυχική κατάρρευση,  Όταν τελείωναν τα λεφτά τις τελευταίες μέρες του μήνα, έτρωγε λεμόνια με…ψωμί, να ξεγελάσει την πείνα του.Έπρεπε να πολεμήσει την ηττοπάθεια και το αίσθημα αποτυχίας. Είχε υποχρέωση να πετύχει.

Ήταν ένας κακός εργάτης, μέτριος μαθητής, ανίκανος να αποκτήσει ένα κορίτσι. Η ζωή της ονειρικής πόλης ήταν μονάχα στη φαντασία του και ο πλούτος ήταν το ανέφικτο και εξωπραγματικό όνειρο ενός χαζοεπαρχιώτη εφήβου. 

Εκείνος ο χειμώνας ήταν βαρύς. Γκρίζα σύννεφα σκέπαζαν την πόλη και τα βουνά γύρω ήταν χιονισμένα .Πλησίαζαν Χριστούγεννα και ήταν κοντά στο τέλος. Έξι μήνες του έμεναν για να πάρει το απολυτήριο από το νυχτερινό γυμνάσιο, για να δώσει εξετάσεις στη Γυμναστική Ακαδημία. Όταν άρχισαν αδυναμία, πυρετός και επίμονος βήχας και σε μια κρίση βήχα άρχισε να βγάζει από το στόμα του αίμα .Στην αρχή δεν έδωσε σημασία, αλλά όταν τα συμπτώματα επιδεινώθηκαν κατέληξε μια παγωμένη μέρα στο Σισμανόγλειο Νοσοκομείο, στα Βριλήσσια. Το βουνό του θάμπωσε τα μάτια, χαμένο σε ένα σάβανο χιονιού. Το χιόνι στροβιλίζεται εκεί έξω ,αχανής η έκταση του ατσαλόγκριζου ουρανού. Η ομορφιά του φυσικού τοπίου: οι χιονοσκέπαστες κορυφές, το δάσος με τα κάτασπρα έλατα. Η παγερή αίσθηση του νοσοκομείου πλάι πλάι με την ομορφιά… Μια αφύσική σιωπή απλωνόταν παντού. Τις μέρες που θα ακολουθούσαν ο Ζώης θα ανακάλυπτε την ιδιομορφία του δάσους κοντά στις κορφές και την σοβαρότητα της κατάστασής του. Όταν τον έπιανε ο βήχας άρχιζε να ξερνά αίμα πλημμυρίζοντας τα ρούχα του, τα σεντόνια,το πάτωμα.

Άρχιζε ένας γολγοθάς. Άρχισε η δική του δύσκολη διαδρομή που είχε να διανύσει, θα περνούσε τα σύνορα μπαίνοντας στον υποχθόνιο κόσμο μιας αβέβαιης πορείας,

Όλες οι ενδείξεις παρέπεμπαν σε φυματίωση. Μια αρρώστια επικίνδυνη και που έπρεπε να κρύψει από το οικογενειακό και φιλικό του περιβάλλον. Είχε μια μεταδιδόμενη ασθένεια, κατεστραμμένο πνεύμονα και έφτυνε συνέχεια αίμα. Θα ήταν στιγματισμένος, φυματικός για πάντα. Θα ζούσε; 

 Το μόνο που μπορούσε να περιμένει και ο ίδιος και οι δικοί του ήταν τον θάνατο. Καταραμένη αρρώστια. Ύπουλη αρρώστια. Απρόβλεπτη αρρώστια. Επάρατη νόσος. Λιώνανε οι φυματικοί από τον πυρετό και τους ανάγκαζε ο βήχας να ξερνούν αίμα. Όνειρα, σπίτι, ρίζες, δουλειά, σχολείο, αγάπη, όλα τα έχανε ο Ζώης. Βίωνε το παγωμένο άγγιγμα του θανάτου. Θα σταματούσε αυτό το χτικιό να ροκανίζει τα σπλάχνα του;

Έτσι ο δεκαοχτάχρονος Ζώης βρέθηκε στην πτέρυγα των κολασμένων , στον μικρόκοσμο του σανατορίου μαζί με τον Στέλιο, τον χιώτη καπετάνιο, την Ασημίνα, τον Νικόλα τον Βουτσίνο, την Ευδοκία, τον διευθυντή Πολυχρονίου, τον γιατρό Γκατζόγια, τον Ανδρέα, την Αρετή, την Μαρία, την Νίκη, την Βασιλική, πάνω στο χιονισμένο βουνό, στο βουνό της σιωπής, στο Σανατόριο του Οίκου Ναύτου, ψηλά στην Πεντέλη. Αυτό εδώ ήταν το μέρος όπου άνθρωποι είχαν παλέψει με μια τρομερή ασθένεια, βήχοντας και φτύνοντας αίμα, όπου άνθρωποι είχαν πεθάνει.


περιγραφή

Το χωριό, πενήντα σπίτια όλα κι όλα μέσα σε καλαμιώνα, δεν χωράει τα όνειρα του έφηβου Ζώη. Αποφασίζει να αναζητήσει μια διαφορετική ζωή στην ανωνυμία της πρωτεύουσας, όπου σύντομα βρίσκεται αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπό της. Ο ενθουσιασμός του πρώτου καιρού αποχρωματίζεται, οι παλιοί του φόβοι βγαίνουν ξανά στην επιφάνεια και η υγεία του, ψυχική και σωματική, κλονίζεται σοβαρά. Αρρωσταίνει και, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, καταλήγει στο κρεβάτι ενός σανατορίου. Σε αυτό τον καινούργιο κόσμο που είναι αναγκασμένος να υπάρξει, αποκτά αυτογνωσία και φίλους. Ωστόσο ο δρόμος προς την ενηλικίωση είναι επώδυνος, καθώς τα τραύματα του παρελθόντος δεν έχουν κλείσει και το παρόν φαντάζει ένα δύσβατο βουνό. Θα τα καταφέρει;

Δεν υπάρχουν σχόλια

Δημοσίευση σχολίου